άλιος

άλιος
(I)
ἅλιος, -ία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος
2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς.
ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος
νεοελλ.
αλιόφως].
————————
(II)
ἅλιος, -ία, -ον (Α)
1. (συνήθως για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άκαρπος, άσκοπος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἅλιον
μάταια, άσκοπα, ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία ποιητική, και μάλιστα επική, λέξη που αντικαταστάθηκε κατόπιν από το επίθετο μάταιος. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. ἠλίθιος «μάταιος, ανωφελής», ἠλάσκω «περιπλανώμαι, περιφέρομαι» και περαιτέρω με το ρ. ἀλῶμαι «περιπλανώμαι» δεν εξηγεί τη δάσυνση τού τ. ἅλιος. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τού επιθ. με τις λ. ἅλς «θάλασσα», ἅλιος «θαλασσινός». Η σημασιολογική συγγένεια τού επιθ. ἅλιος «μάταιος» με τη φράση «εἰς ὕδωρ γράφειν» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική προέλευση τού επιθ. από το ουσ. ἅλς. Κατ’ άλλη άποψη, η συχνή χρήση τού επιθ. με το ουσ. βέλος οδηγεί στην υπόθεση ότι αρχικά το επίθ. ἅλιος προσδιόριζε το ουσ. βέλος και σήμαινε «βέλος που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη θάλασσα». Άρα, σύμφωνα με την ίδια άποψη, το επίθετο ἅλιος σήμαινε αρχικά «άστοχος», από όπου η σημασία «ανώφελος, άσκοπος» και, κατ* επέκταση, «ματαιος».
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιῶ].
————————
(III)
ἅλιος, ο (Α)
1. δωρικός τύπος αντί τού ἥλιος
2. Φιλοσ. [ἁλίζω]
ο αριθμός εννέα στους Πυθαγόρειους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἅλιος — masc nom sg Ἅλις masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .άλιος — ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc nom sg ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc/fem nom sg ἅλιος , ἅλιος 2 fruitless masc nom sg ἅ̱λιος , ἥλιος sun masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλιος — ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc nom sg ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc/fem nom sg ἅλιος 2 fruitless masc nom sg ἅ̱λιος , ἥλιος sun masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλίω — Ἅλιος masc nom/voc/acc dual Ἅλιος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλίοιο — Ἅλιος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλίοις — Ἅλιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλίοισι — Ἅλιος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλίοισιν — Ἅλιος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλίου — Ἅλιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλίους — Ἅλιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”